ντροπαλός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ντροπαλός < μεσαιωνική ελληνική ἐντροπαλός < αρχαία ελληνική ἐντροπή
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /dɾo.paˈlos/
Επίθετο
επεξεργασία
ντροπαλός