Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ντροπαλός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Άλλες μορφές
1.3.2
Συνώνυμα
1.3.3
Συγγενικά
1.3.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ντροπαλ
ός
η
ντροπαλ
ή
το
ντροπαλ
ό
γενική
του
ντροπαλ
ού
της
ντροπαλ
ής
του
ντροπαλ
ού
αιτιατική
τον
ντροπαλ
ό
την
ντροπαλ
ή
το
ντροπαλ
ό
κλητική
ντροπαλ
έ
ντροπαλ
ή
ντροπαλ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ντροπαλ
οί
οι
ντροπαλ
ές
τα
ντροπαλ
ά
γενική
των
ντροπαλ
ών
των
ντροπαλ
ών
των
ντροπαλ
ών
αιτιατική
τους
ντροπαλ
ούς
τις
ντροπαλ
ές
τα
ντροπαλ
ά
κλητική
ντροπαλ
οί
ντροπαλ
ές
ντροπαλ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ντροπαλός
<
μεσαιωνική ελληνική
ἐντροπαλός
<
αρχαία ελληνική
ἐντροπή
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
dɾo.paˈlos
/
Επίθετο
επεξεργασία
ντροπαλός
που δεν νιώθει
άνετα
μπροστά σε άλλους, που
ντρέπεται
εύκολα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
εντροπαλός
Συνώνυμα
επεξεργασία
συνεσταλμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
ντρέπομαι
ντροπή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ντροπαλός
αγγλικά
:
shy
(en)
γαλλικά
:
timide
(fr)
,
honteux
(fr)
γερμανικά
:
schüchtern
(de)
ισπανικά
:
tímido
(es)