Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός shy
συγκριτικός shier / more shy
υπερθετικός shiest / most shy

shy (en)

  • ντροπαλός, συνεσταλμένος, η ντροπή
    ⮡  Why were you so shy in company yesterday?
    Γιατί ήσουν τόσο ντροπαλός στην παρέα χθες;
    ⮡  Stop being shy and go talk to your professor.
    Άσε τις ντροπές και πήγαινε να μιλήσεις στον καθηγητή σου.

Εκφράσεις

επεξεργασία

shy (en)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

shy (en)