Δείτε επίσης: ἀποφεύγω

Ετυμολογία

επεξεργασία
αποφεύγω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποφεύγω (αρχαία σημασία: ξεφεύγω).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + φεύγω

αποφεύγω, αόρ.: απέφυγα, παθ.φωνή: αποφεύγομαι, π.αόρ.: αποφεύχθηκα

Αντώνυμα

επεξεργασία

Παθητική φωνή: λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία