αποφεύγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποφεύγω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποφεύγω (αρχαία σημασία: ξεφεύγω).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + φεύγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.poˈfe.vɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐φεύ‐γω
Ρήμα
επεξεργασίααποφεύγω, αόρ.: απέφυγα, παθ.φωνή: αποφεύγομαι, π.αόρ.: αποφεύχθηκα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποφεύγω | απέφευγα | θα αποφεύγω | να αποφεύγω | αποφεύγοντας | |
β' ενικ. | αποφεύγεις | απέφευγες | θα αποφεύγεις | να αποφεύγεις | απόφευγε | |
γ' ενικ. | αποφεύγει | απέφευγε | θα αποφεύγει | να αποφεύγει | ||
α' πληθ. | αποφεύγουμε | αποφεύγαμε | θα αποφεύγουμε | να αποφεύγουμε | ||
β' πληθ. | αποφεύγετε | αποφεύγατε | θα αποφεύγετε | να αποφεύγετε | αποφεύγετε | |
γ' πληθ. | αποφεύγουν(ε) | απέφευγαν αποφεύγαν(ε) |
θα αποφεύγουν(ε) | να αποφεύγουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέφυγα | θα αποφύγω | να αποφύγω | αποφύγει | ||
β' ενικ. | απέφυγες | θα αποφύγεις | να αποφύγεις | απόφυγε | ||
γ' ενικ. | απέφυγε | θα αποφύγει | να αποφύγει | |||
α' πληθ. | αποφύγαμε | θα αποφύγουμε | να αποφύγουμε | |||
β' πληθ. | αποφύγατε | θα αποφύγετε | να αποφύγετε | αποφύγτε | ||
γ' πληθ. | απέφυγαν αποφύγαν(ε) |
θα αποφύγουν(ε) | να αποφύγουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποφύγει | είχα αποφύγει | θα έχω αποφύγει | να έχω αποφύγει | ||
β' ενικ. | έχεις αποφύγει | είχες αποφύγει | θα έχεις αποφύγει | να έχεις αποφύγει | ||
γ' ενικ. | έχει αποφύγει | είχε αποφύγει | θα έχει αποφύγει | να έχει αποφύγει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποφύγει | είχαμε αποφύγει | θα έχουμε αποφύγει | να έχουμε αποφύγει | ||
β' πληθ. | έχετε αποφύγει | είχατε αποφύγει | θα έχετε αποφύγει | να έχετε αποφύγει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποφύγει | είχαν αποφύγει | θα έχουν αποφύγει | να έχουν αποφύγει |
|
Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποφεύγω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αποφεύγω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας