επιδιώκω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιδιώκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιδιώκω (καταδιώκω) < ἐπί + διώκω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική poursuivre[1]
Ρήμα επεξεργασία
επιδιώκω, αόρ.: επιδίωξα/επεδίωξα, παθ.φωνή: επιδιώκομαι, π.αόρ.: επιδιώχτηκα/επιδιώχθηκα
- επιζητώ, προσπαθώ να επιτύχω κάτι ή να πραγματοποιηθεί κάτι
- ↪ εκείνος ο δικηγόρος επιδιώκει τη δημοσιότητα με κάθε τρόπο
- (στην παθητική φωνή) επιδιώκεται
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις επί και διώκω
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιδιώκω
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ επιδιώκω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας