aim
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
aim | aims |
aim (en)
- ο σκοπός, ο στόχος
- ⮡ There is often a tension between the aims of the company and the wishes of the workers.
- Υπάρχει συχνά μια ένταση μεταξύ των στόχων της εταιρείας και των επιθυμιών των εργαζομένων.
- ⮡ There is often a tension between the aims of the company and the wishes of the workers.
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η σκόπευση, το σημάδεμα, το σημάδι, το να στοχεύω ένα όπλο σε κάποιον ή κάτι
- ⮡ telescopes with high-precision aim - τηλεσκόπια με σκοπεύσεις μεγάλης ακρίβειας
- ⮡ aim with a shotgun - σημάδεμα με κυνηγετικό όπλο
- ⮡ He has good aim.
- Ξέρει καλό σημάδι.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | aim |
γ΄ ενικό ενεστώτα | aims |
αόριστος | aimed |
παθητική μετοχή | aimed |
ενεργητική μετοχή | aiming |
aim (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σκοπεύω, επιδιώκω, προσπαθώ ή σχεδιάζω να πετύχω κάτι
- (μεταβατικό, συνήθως παθητική φωνή) τείνω, αφορώ, λέω ή κάνω κάτι που έχει σκοπό να επηρεάσει ένα συγκεκριμένο άτομο ή ομάδα
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σκοπεύω, στοχεύω, σημαδεύω, στρέφω ένα όπλο, μια κάμερα, μια κλωτσιά κτλ. σε κάποιον/κάτι
Πηγές
επεξεργασία- aim (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- aim (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 149, 320, 786, 799, 871. ISBN 9780194325684., λήμμα: αφορώ, επιδιώκω, σημαδεύω, σκοπεύω, τείνω