Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aim aims

aim (en)

  1. ο σκοπός, ο στόχος
    ⮡  There is often a tension between the aims of the company and the wishes of the workers.
    Υπάρχει συχνά μια ένταση μεταξύ των στόχων της εταιρείας και των επιθυμιών των εργαζομένων.
  2. (μη μετρήσιμο, ενικός) η σκόπευση, το σημάδεμα, το σημάδι, το να στοχεύω ένα όπλο σε κάποιον ή κάτι
    ⮡  telescopes with high-precision aim - τηλεσκόπια με σκοπεύσεις μεγάλης ακρίβειας
    ⮡  aim with a shotgun - σημάδεμα με κυνηγετικό όπλο
    ⮡  He has good aim.
    Ξέρει καλό σημάδι.
ενεστώτας aim
γ΄ ενικό ενεστώτα aims
αόριστος aimed
παθητική μετοχή aimed
ενεργητική μετοχή aiming

aim (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σκοπεύω, επιδιώκω, προσπαθώ ή σχεδιάζω να πετύχω κάτι
    ⮡  I wonder what he’s aiming for?
    Τι σκοπεύει άραγε;
    ⮡  He aims to be a chair at the Law School.
    Επιδιώκει να πάρει έδρα στη Νομική Σχολή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intend
  2. (μεταβατικό, συνήθως παθητική φωνή) τείνω, αφορώ, λέω ή κάνω κάτι που έχει σκοπό να επηρεάσει ένα συγκεκριμένο άτομο ή ομάδα
    ⮡  My efforts were aimed at persuading him to…
    Οι προσπάθειές μου έτειναν να τον πείσουν να…
    ⮡  The dig wasn’t aimed at you.
    Η μπηχτή δεν αφορούσε εσένα.
     συνώνυμα: direct
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) σκοπεύω, στοχεύω, σημαδεύω, στρέφω ένα όπλο, μια κάμερα, μια κλωτσιά κτλ. σε κάποιον/κάτι
    ⮡  You shot at random without aiming.
    Πυροβόλησες στην τύχη χωρίς να σκοπεύσεις.
    ⮡  He aimed and fired.
    Σημάδεψε κι έριξε.
     συνώνυμα:  point, train και turn