Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
train trains

train (en)

  1. (μέσο μεταφορών) το τρένο, ο σιδηρόδρομος
    The ten o’clock train suits me very well.
    Το τρένο των δέκα με βολεύει μια χαρά.
    Athens is connected to Chalkida by car and by train.
    Η Αθήνα συνδέεται με τη Χαλκίδα οδικώς και σιδηροδρομικώς.
  2. γενική σειρά συνδεδεμένων πραγμάτων ή ανθρώπων
ενεστώτας train
γ΄ ενικό ενεστώτα trains
αόριστος trained
παθητική μετοχή trained
ενεργητική μετοχή training

train (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ασκώ, γυμνάζω, εκπαιδεύω, διδάσκω σε ένα άτομο ή σε ένα ζώο τις δεξιότητες για μια συγκεκριμένη δουλειά ή δραστηριότητα
    I am training in fencing.
    Ασκούμαι στην ξιφομαχία.
    He trained the students in pronunciation.
    Άσκησε τους μαθητές στην προφορά.
    I am training a horse.
    Ασκώ ένα άλογο.
    They were training seals for the circus.
    Γυμνάζανε φώκιες για τσίρκο.
    They are trained in street warfare.
    Είναι εκπαιδευμένοι στις οδομαχίες.
    There is a shortage of trained nurses.
    Υπάρχει έλλειψη εκπαιδευμένων νοσοκόμων.
    a well-trained crew - καλά εκπαιδευμένο πλήρωμα
     συνώνυμα:  coach και prepare
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) εξασκώ, προπονώ, εκγυμνάζω, γυμνάζω, προετοιμάζομαι για μια συγκεκριμένη δραστηριότητα με σωματικές ασκήσεις, ειδικά ένα άθλημα· προετοιμάζω έναν άνθρωπο για αυτό
    I am training my son in swimming.
    Εξασκώ το γιο μου στο κολύμπι.
    He has trained in running/in shooting/in playing cards.
    Έχει εξασκηθεί στο τρέξιμο/στη σκοποβολή/στη χαρτοπαιξία.
    The coach is training the players.
    Ο προπονητής προπονεί τους παίκτες.
    Train me, it is very important.
    Προπονήστε με είναι πολύ σημαντικό.
    They are training for the boat race.
    Εκγυμνάζονται/Προπονούνται για τις λεμβοδρομίες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exercise
  3. (μεταβατικό) γυμνάζω, εξασκώ, αναπτύσσω μια φυσική ικανότητα ή ιδιότητα έτσι ώστε να βελτιώνεται
    an ear trained to catch every sound - αυτί γυμνασμένο να πιάνει όλους τους ήχους
    a trained body - εξασκημένο σώμα
  4. (μεταβατικό) ρίχνω, κάνω ένα αναρριχητικό φυτό να μεγαλώνει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    I am training the roses along the wall.
    Ρίχνω τριανταφυλλιές σε έναν τοίχο.
  5. (μεταβατικό) στρέφω ένα όπλο, κάμερα, φως κτλ. σε κάποιον ή κάτι
    I train a gun on the enemy’s positions.
    Στρέφω ένα πυροβόλο εναντίον των θέσεων του εχθρού.
    He trained his binoculars on the theater stage.
    Έστρεψε τα κιάλια του προς την σκηνή του θέατρου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη aim



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
train trains

train (fr) αρσενικό