trainer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
trainer | trainers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtrainer (en)
- ένα άτομο που διδάσκει ανθρώπους ή ζώα να εκτελούν καλά μια συγκεκριμένη δουλειά ή δεξιότητα ή να κάνουν ένα συγκεκριμένο άθλημα
- ↪ a fitness trainer/a personal trainer - ο γυμναστής
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαtrainer (fr)
- (ορθογραφία του 1990) traîner