γυμναστής
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γυμναστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γυμναστής < γυμνάζω, γυμνασ- + -τής
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝi.mnaˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐μνα‐στής
- παρώνυμο: γυμνιστής
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γυμναστής αρσενικό (θηλυκό γυμνάστρια)
- (αθλητισμός, επάγγελμα) ο εκπαιδευτής στη γυμναστική σε ιδιωτικό ή κρατικό γυμναστήριο, ο επαγγελματίας που μπορεί να διδάξει γυμναστική
- (αθλητισμός, επάγγελμα) ο καθηγητής σχολείου ο οποίος διδάσκει γυμναστική
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη γυμνάζω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γυμναστής
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | γυμναστής | οἱ | γυμνασταί |
γενική | τοῦ | γυμναστοῦ | τῶν | γυμναστῶν |
δοτική | τῷ | γυμναστῇ | τοῖς | γυμνασταῖς |
αιτιατική | τὸν | γυμναστήν | τοὺς | γυμναστᾱ́ς |
κλητική ὦ! | γυμναστᾰ́ | γυμνασταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γυμναστᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γυμνασταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γυμναστής-οῦ αρσενικό
- ο εκπαιδευτής, ο προπονητής επαγγελματιών αθλητών
- ο παιδοτρίβης
ΠηγέςΕπεξεργασία
- γυμναστής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γυμναστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.