πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παιδοτρίβης οἱ παιδοτρίβαι
      γενική τοῦ παιδοτρίβου τῶν παιδοτριβῶν
      δοτική τῷ παιδοτρίβ τοῖς παιδοτρίβαις
    αιτιατική τὸν παιδοτρίβην τοὺς παιδοτρίβᾱς
     κλητική ! παιδοτρίβ παιδοτρίβαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παιδοτρίβ
γεν-δοτ τοῖν  παιδοτρίβαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
παιδοτρίβης < (παῖς) παιδο- + τρίβ(ω) + -ης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παιδοτρίβης αρσενικό