-ης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -ης < αρχαία ελληνική -ης
- -ης < (ελληνιστική κοινή) -ις < αρχαία ελληνική -(ε)ιος (αρχαία ελληνική κύριος, αιτιατική τόν κύριον > (ελληνιστική κοινή) τόν κῦριν →ὁ κῦρις > μεσαιωνική ελληνική κύρης > νέα ελληνική νοικοκύρης)
- -ης < μεσαιωνική ελληνική -ης
- -ης < αρχαία ελληνική -ης, -ης, -ες & -ής, -ής, -ές
- -ης < (ελληνιστική κοινή) -ῆς (γενική ενικού θηλυκών: κατά γῆς)
- -ης < τουρκική -i (fıstık > fıstıki)
Κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών
επεξεργασία-ης
- παραγωγική κατάληξη ισοσύλλαβων αρσενικών ουσιαστικών
- παραγωγική κατάληξη ανισοσύλλαβων αρσενικών ουσιαστικών
Κατάληξη αρσενικών επιθέτων
επεξεργασία-ης & -ής
- παραγωγική κατάληξη τρικατάληκτων τριγενών επιθέτων (-ης, -α, -ικο)
- παραγωγική κατάληξη δικατάληκτων τριγενών επιθέτων (-ης, -ης, -ες & -ής, -ής, -ές)
Κατάληξη επιρρημάτων
επεξεργασία-ης & -ής
- κατάληξη επιρρημάτων που προέρχονται από εμπρόθετα με γενική θηλυκού ουσιαστικού
Επίθημα
επεξεργασία-ης (& -ής)