ανισοσύλλαβος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ανισοσύλλαβος
- (γραμματική) για ουσιαστικό ή επίθετο που δεν έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις
- το φαινόμενο των ανισοσύλλαβων λέξεων, δηλαδή «το πράγμα» αλλά «του πράγματος», μπορεί να δυσκολεύει τον ξενόγλωσσο μαθητή της νεοελληνικής
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ανισοσύλλαβος