↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άνισος η άνιση το άνισο
      γενική του άνισου της άνισης του άνισου
    αιτιατική τον άνισο την άνιση το άνισο
     κλητική άνισε άνιση άνισο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άνισοι οι άνισες τα άνισα
      γενική των άνισων των άνισων των άνισων
    αιτιατική τους άνισους τις άνισες τα άνισα
     κλητική άνισοι άνισες άνισα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άνισος < αρχαία ελληνική ἄνισος. Συγχρονικά αναλύεται σε άν- (στερητικό α-) + ίσος

  Επίθετο

επεξεργασία

άνισος, -η, -ο

  1. όχι ίσος
  2. που χαρακτηρίζεται από μεγάλη διαφορά μεταξύ αντιπάλων (εστιάζοντας συνήθως στον πιο αδύνατο)
    έδωσε έναν άνισο αγώνα απέναντι σε πολύ ισχυρότερους αντιπάλους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία