άνισος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άνισος | η | άνιση | το | άνισο |
γενική | του | άνισου | της | άνισης | του | άνισου |
αιτιατική | τον | άνισο | την | άνιση | το | άνισο |
κλητική | άνισε | άνιση | άνισο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άνισοι | οι | άνισες | τα | άνισα |
γενική | των | άνισων | των | άνισων | των | άνισων |
αιτιατική | τους | άνισους | τις | άνισες | τα | άνισα |
κλητική | άνισοι | άνισες | άνισα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαάνισος, -η, -ο
- όχι ίσος
- που χαρακτηρίζεται από μεγάλη διαφορά μεταξύ αντιπάλων (εστιάζοντας συνήθως στον πιο αδύνατο)
- έδωσε έναν άνισο αγώνα απέναντι σε πολύ ισχυρότερους αντιπάλους