↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ίσος η ίση το ίσο
      γενική του ίσου της ίσης του ίσου
    αιτιατική τον ίσο την ίση το ίσο
     κλητική ίσε ίση ίσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ίσοι οι ίσες τα ίσα
      γενική των ίσων των ίσων των ίσων
    αιτιατική τους ίσους τις ίσες τα ίσα
     κλητική ίσοι ίσες ίσα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ίσος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἴσος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈi.sos/ (αρσενικό)
τυπογραφικός συλλαβισμός: ί‐σος
ομόηχο: ίσως
ΔΦΑ : /ˈi.si/ (θηλυκό)
τυπογραφικός συλλαβισμός: ί‐ση
ΔΦΑ : /ˈi.so/ (ουδέτερο)
τυπογραφικός συλλαβισμός: ί‐σο

  Επίθετο

επεξεργασία

ίσος, -η, -ο

  1. που έχει τις ίδιες διαστάσεις ή το ίδιο μέγεθος
  2. που έχει την ίδια ποσότητα
  3. που έχει την ίδια αξία (οικονομική ή άλλη)
  4. που έχει τα ίδια δικαιώματα

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία