ίσος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ίσος < αρχαία ελληνική ἴσος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ίσος, -η, -ο
- που έχει τις ίδιες διαστάσεις ή το ίδιο μέγεθος
- που έχει την ίδια ποσότητα
- που έχει την ίδια αξία (οικονομική ή άλλη)
- που έχει τα ίδια δικαιώματα