ίσως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ίσως < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈi.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ί‐σως
- ομόηχο: ίσος
Επίρρημα
επεξεργασία
ίσως
- εκφράζει την πιθανότητα ή την αμφιβολία για κάτι
- ⮡ ίσως τα καταφέρω να έρθω στο πάρτι
- ⮡ ίσως έχεις δίκιο, αλλά πρέπει να το αποδείξεις