μάλλον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μάλλον < αρχαία ελληνική μᾶλλον, συγκριτικός βαθμός του μάλα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈma.lon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μάλ‐λον
Επίρρημα επεξεργασία
μάλλον
- πιθανότατα
- χρησιμοποιείται και για να προσδώσει ένα βαθμό αβεβαιότητας σε μια απόφανση