παραθετικά
θετικός probably
συγκριτικός more probably
υπερθετικός most probably

  Ετυμολογία

επεξεργασία
probably < probable + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

probably (en)

  • μάλλον, πιθανόν, πιθανώς, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι είναι πιθανό να συμβεί ή να είναι αλήθεια
    ⮡  We should probably think it over again and then decide.
    Μάλλον πρέπει να το ξανασκεφτούμε και μετά να αποφασίσουμε.
    ⮡  We’ll probably meet after class, not before.
    Θα συναντηθούμε μάλλον μετά το μάθημα και όχι πριν.
    ⮡  It’s probably in your best interest to buy it.
    Μάλλον συμφέρει να το αγοράσεις.
    ⮡  It’s probably too difficult for me.
    Είναι μάλλον δύσκολο για μένα.
    ⮡  In the end, you’re probably right.
    Τελικά μάλλον έχεις δίκιο.
    ⮡  He’s making a lot of mistakes; he’s probably rushing.
    Κάνει πολλά λάθη· μάλλον βιάζεται.
    ⮡  -“Will you come to the cinema?” -“Probably.”
    -«Θα έρθεις σινεμά;» -«Μάλλον
    ⮡  -“Do you know that tall guy with the glasses?” -“Yes, probably.”
    -«Τον ξέρεις εκείνον τον ψηλό με τα γυαλιά;» -«Ναι, μάλλον
     συνώνυμα: likely