likely
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | likely |
συγκριτικός | likelier / more likely |
υπερθετικός | likeliest / most likely |
likely (en)
Επίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | likely |
συγκριτικός | more likely |
υπερθετικός | most likely |
likely (en)
- σαν να, μάλλον
- ⮡ Likely you are right.
- Σαν να/Μάλλον έχεις δίκιο.
- ⮡ It’s appearing likely that it will snow.
- Σαν να φαίνεται ότι θα χιονίσει.
- ⮡ We have likely met before.
- Σαν να έχουμε συναντηθεί και παλιότερα.
- ⮡ He is likely overdoing it.
- Σαν να το παρακάνει.
- ⮡ It’s likely he won’t come.
- Μάλλον δεν θα έρθει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη probably
- ⮡ Likely you are right.