αβεβαιότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αβεβαιότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀβεβαιότης (αστάθεια) από την αιτιατική ενικού «τὴν ἀβεβαιότητα» κατά τη σημασία του αβέβαιος [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ve.veˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βε‐βαι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αβεβαιότητα θηλυκό
- κατάσταση αμφισβήτησης και αμφιβολίας, έλλειψη βεβαιότητας ή σιγουριάς
- ※ Αβεβαιότητα και φόβος είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που πλαισιώνουν την πανδημία του κορωνοϊού και τις επιπτώσεις του στην οικονομία, προκαλώντας παγκόσμιο «ψυχοπλάκωμα».
- Άγγελος Στάγκος, Αβεβαιότητα και φόβος, Η Καθημερινή, 29 Μαρτίου 2020
- ※ Αβεβαιότητα και φόβος είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που πλαισιώνουν την πανδημία του κορωνοϊού και τις επιπτώσεις του στην οικονομία, προκαλώντας παγκόσμιο «ψυχοπλάκωμα».
- (νομικός όρος) αίρεση αναβλητική ή διαλυτική σε αβέβαιο γεγονός
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αβεβαιότητα
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αβεβαιότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία
- αβεβαιότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)