ἀβεβαιότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀβεβαιότης < αρχαία ελληνική ἀ- στερητικό + βεβαιότης
Ουσιαστικό
επεξεργασία- ἀβεβαιότης θηλυκό (γενική, της ἀβεβαιότητος)
- αστάθεια, ακαταστασία
- στη νεοελληνική: έλλειψη βεβαιότητας, αμφιβολία, ασάφεια, αοριστία
- * η αβεβαιότητα στην πολυτονική γραφή και ως τύπος της καθαρεύουσας