Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακαταστασία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ακαταστασί
α
οι
ακαταστασί
ες
γενική
της
ακαταστασί
ας
των
ακαταστασι
ών
αιτιατική
την
ακαταστασί
α
τις
ακαταστασί
ες
κλητική
ακαταστασί
α
ακαταστασί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακαταστασία
< (
ελληνιστική κοινή
) ἀκαταστασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ακαταστασία
θηλυκό
η
έλλειψη
τάξης, ακανόνιστες ενέργειες, η έλλειψη ρυθμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακαταστασία
αγγλικά
:
mess
(en)
γαλλικά
:
désordre
(fr)