ασάφεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ασάφεια | οι | ασάφειες |
γενική | της | ασάφειας | των | ασαφειών |
αιτιατική | την | ασάφεια | τις | ασάφειες |
κλητική | ασάφεια | ασάφειες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ασάφεια < αρχαία ελληνική ἀσάφεια < ἀσαφής < ἀ- στερητικό + σαφής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασάφεια θηλυκό
- η έλλειψη σαφήνειας, αοριστία, γενικολογία
- σημείο ασαφές, μη συγκεκριμένο, υπερβολικά γενικόλογο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σαφής