Δείτε επίσης: ἀσάφεια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασάφεια οι ασάφειες
      γενική της ασάφειας των ασαφειών
    αιτιατική την ασάφεια τις ασάφειες
     κλητική ασάφεια ασάφειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασάφεια < αρχαία ελληνική ἀσάφεια < ἀσαφής < ἀ- στερητικό + σαφής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ασάφεια θηλυκό

  1. η έλλειψη σαφήνειας, αοριστία, γενικολογία
  2. σημείο ασαφές, μη συγκεκριμένο, υπερβολικά γενικόλογο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία