↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαύγεια οι διαύγειες
      γενική της διαύγειας των διαυγειών
    αιτιατική τη διαύγεια τις διαύγειες
     κλητική διαύγεια διαύγειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαύγεια < ελληνιστική κοινή διαύγεια < αρχαία ελληνική διαυγής < διά + αὐγής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαύγεια θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

διαύγεια < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαύγεια θηλυκό

  1. διαφάνεια
  2. (μεταφορικά) σαφήνεια, καθαρότητα

Συγγενικά

επεξεργασία