διαύγεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαύγεια < ελληνιστική κοινή διαύγεια < αρχαία ελληνική διαυγής < διά + αὐγής
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαύγεια θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- πνευματική διαύγεια: η ικανότητα να σκέπτεται κανείς σωστά, η καθαρότητα του νου
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαύγεια
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
διαύγεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαύγεια θηλυκό