Ετυμολογία

επεξεργασία
διαυγάζω < αρχαία ελληνική διαυγάζω ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) clarifier-clarifié)

διαυγάζω

  1. κάνω κάτι διαυγές, καθαρό
  2. απομακρύνω τα υπολείμματα από λίπη, ζωμούς και άλλα κατάλοιπα (με σουρωτήρι ή άλλα μέσα) και καθιστώ το υλικό διαυγές, καθαρό
    Πρώτα πρέπει να διαυγάσετε το βούτυρο. Κατά τη διαδικασία αυτή το βούτυρο χάνει περίπου το 20% του βάρους του, γι’ αυτό θα πρέπει να ξεκινήσετε με 300γρ., για να πάρετε στο τέλος 250γρ.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαυγάζω < διά + αὐγάζω < αὐγή

διαυγάζω

  1. υποφώσκω, αρχίζω να ανατέλλω, γλυκοχαράζω
  2. λάμπω ανάμεσα
  3. είμαι διαυγής
  4. (μεταφορικά) είμαι φανερός, πασίδηλος