σουρωτήρι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σουρωτήρι | τα | σουρωτήρια |
γενική | του | σουρωτηριού | των | σουρωτηριών |
αιτιατική | το | σουρωτήρι | τα | σουρωτήρια |
κλητική | σουρωτήρι | σουρωτήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σουρωτήρι < σουρώνω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σουρωτήρι ουδέτερο
- (κουζινικά) τρυπητό μαγειρικό σκεύος με δικτυωτή βάση, που χρησιμοποιείται για το στράγγισμα φαγητού ή άλλου παρασκευάσματος ή την κατακράτηση των φύλλων αφεψήματος
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
→ δείτε τη λέξη
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σουρωτήρι
|