Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

σουρώνω < πιθανόν μεσαιωνική ελληνική *σουρώνω (όπως σούρωμα)[1] < σειρώνω[2] < αρχαία ελληνική σειρ(ῶ) / σειρ(όω) με τροπή [i] > [u] λόγω της παρουσίας του [ρ][1] / ή του [s][2]

  Ρήμα επεξεργασία

σουρώνω, αόρ.: σούρωσα, παθ.φωνή: σουρώνομαι, π.αόρ.: σουρώθηκα, μτχ.π.π.: σουρωμένος

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

σουρώνω < πιθανόν μεσαιωνική ελληνική *σουρώνω (όπως σούρα) και δείτε #Ετυμολογία_1

  Ρήμα επεξεργασία

σουρώνω, αόρ.: σούρωσα, παθ.φωνή: σουρώνομαι, π.αόρ.: σουρώθηκα, μτχ.π.π.: σουρωμένος

  Ετυμολογία 3 επεξεργασία

σουρώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

σουρώνω, αόρ.: σούρωσα, μτχ.π.π.: σουρωμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 σουρώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.