σούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σούρα | οι | σούρες |
γενική | της | σούρας | των | σουρών |
αιτιατική | τη | σούρα | τις | σούρες |
κλητική | σούρα | σούρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σούρα < μεσαιωνική ελληνική σούρα < σουρ(ώνω) + -α
Ουσιαστικό
επεξεργασίασούρα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σούρα
→ δείτε τη λέξη σούφρα |
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασούρα θηλυκό
- μεγάλο μεθύσι
Μεταφράσεις
επεξεργασία σούρα
→ δείτε τη λέξη μέθη |
Ετυμολογία 3
επεξεργασία- σούρα < (άμεσο δάνειο) αραβική سورة (sūra)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασούρα θηλυκό
- (ισλαμισμός) σουράτα του Κορανιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία σούρα
→ δείτε τη λέξη σουράτα |