πτυχή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πτυχή | οι | πτυχές |
γενική | της | πτυχής | των | πτυχών |
αιτιατική | την | πτυχή | τις | πτυχές |
κλητική | πτυχή | πτυχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πτυχή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτυχή[1] < πτύσσω (διπλώνω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ptiˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πτυ‐χή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτυχή θηλυκό
- η αναδίπλωση μιας επιφάνειας ώστε (σχεδόν) να ακουμπήσει η μία πλευρά της στην άλλη. Η κάμψη ενός ελαστικού υλικού, όπως το ύφασμα, ή σκληρού, όπως του γήινου φλοιού (όταν αυτός υφίσταται τεράστιες πιέσεις και κάμπτεται).
- ⮡ οι πτυχές (και πτυχώσεις) του εδάφους, οι γκρεμοί, τα φαράγγια, η χαράδρες
- ⮡ η πτυχή της φούστας
- (μεταφορικά) πλευρά ή όψη ενός γεγονότος, ιστορίας ή θέματος
- ⮡ αυτό αποτελεί μια αθέατη πτυχή του προβλήματος
- ⮡ η συνέντευξη φώτισε μια άγνωστη πτυχή της ζωής του
- ⮡ η έρευνα φανέρωσε μια σκοτεινή πτυχή της προσωπικότητάς του
- (γεωλογία) ειδική δομή (κατηγοριοποιείται ανάλογα με το μηχανισμό γένεσής της π.χ. γνήσια ή μη γνήσια πτυχή)
- (ανατομία) αναδίπλωση του δέρματος ή εσωτερικού οργάνου
- ⮡ οι φωνητικές πτυχές
- ⮡ η αυχενική πτυχή
- ⮡ η νηστιδοδωδεκαδακτυλική πτυχή
- (πληθυντικός) οι μορφές της τέχνης
- ⮡ «ύμνων πτυχαί» λέγονταν παλαιότερα οι διάφορες μορφές ποίησης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- δίπτυχος, τρίπτυχος, τετράπτυχος κλπ.
- πολύπτυχος
Εκφράσεις
επεξεργασία- αθέατη πτυχή
- άγνωστη πτυχή
- καινούρια πτυχή
- κρυφή πτυχή
- σκοτεινή πτυχή
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πτυχή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας