πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτυχή οι πτυχές
      γενική της πτυχής των πτυχών
    αιτιατική την πτυχή τις πτυχές
     κλητική πτυχή πτυχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πτυχή θηλυκό

  1. η αναδίπλωση μιας επιφάνειας ώστε (σχεδόν) να ακουμπήσει η μία πλευρά της στην άλλη. Η κάμψη ενός ελαστικού υλικού, όπως το ύφασμα, ή σκληρού, όπως του γήινου φλοιού (όταν αυτός υφίσταται τεράστιες πιέσεις και κάμπτεται).
    •   οι πτυχές (και πτυχώσεις) του εδάφους, οι γκρεμοί, τα φαράγγια, η χαράδρες
    •   η πτυχή της φούστας
  2. (μεταφορικά) πλευρά ή όψη ενός γεγονότος, ιστορίας ή θέματος
    •   αυτό αποτελεί μια αθέατη πτυχή του προβλήματος
    •   η συνέντευξη φώτισε μια άγνωστη πτυχή της ζωής του
    •   η έρευνα φανέρωσε μια σκοτεινή πτυχή της προσωπικότητάς του
  3. (γεωλογία) ειδική δομή (κατηγοριοποιείται ανάλογα με το μηχανισμό γένεσής της π.χ. γνήσια ή μη γνήσια πτυχή)
  4. (ανατομία) αναδίπλωση του δέρματος ή εσωτερικού οργάνου
    •   οι φωνητικές πτυχές
    •   η αυχενική πτυχή
    •   η νηστιδοδωδεκαδακτυλική πτυχή
  5. (πληθυντικός) οι μορφές της τέχνης
    •   «ύμνων πτυχαί» λέγονταν παλαιότερα οι διάφορες μορφές ποίησης

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • αθέατη πτυχή
  • άγνωστη πτυχή
  • καινούρια πτυχή
  • κρυφή πτυχή
  • σκοτεινή πτυχή

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία