Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fold folds

fold (en)

  • η πτυχή
    ⮡  the folds of a curtain - οι πτυχές μιας κουρτίνας
ενεστώτας fold
γ΄ ενικό ενεστώτα folds
αόριστος folded
παθητική μετοχή folded
ενεργητική μετοχή folding

fold (en)