unfold
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | unfold |
γ΄ ενικό ενεστώτα | unfolds |
αόριστος | unfolded |
παθητική μετοχή | unfolded |
ενεργητική μετοχή | unfolding |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαunfold (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 598. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξαπλώνω