ενεστώτας unfold
γ΄ ενικό ενεστώτα unfolds
αόριστος unfolded
παθητική μετοχή unfolded
ενεργητική μετοχή unfolding

  Ετυμολογία

επεξεργασία
unfold < un- + fold

unfold (en)

  1. ξεδιπλώνω, ξαπλώνω
    ⮡  He unfolded the map on the table.
    Ξάπλωσε το χάρτη στο τραπέζι.
     συνώνυμα: spread
     αντώνυμα: fold
  2. εκτυλίσσομαι
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 598. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ξαπλώνω