Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαπλώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξαπλώνω < ἐξαπλώνω < ελληνιστική κοινή ἐξαπλῶ

ξαπλώνω , πρτ.: ξάπλωνα, στ.μέλλ.: θα ξαπλώσω, αόρ.: ξάπλωσα, παθ.φωνή: ξαπλώνομαι, π.αόρ.: ξαπλώθηκα, μτχ.π.π.: ξαπλωμένος

  1. (αμετάβατο)
    1. τοποθετώ τον εαυτό μου σε οριζόντια θέση
    2. πέφτω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή απλώς να ξεκουραστώ
      ⮡  θα πάω να ξαπλώσω για λίγο
  2. (μεταβατικό)
    1. τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι
      ※  Με ξάπλωσαν πάνω σ' ένα τραπέζι με ρόδες. (Θανάσης Βαλτινός, Ο γύψος. Συλλογή διηγημάτων Δεκαοχτώ κείμενα. Αθήνα: Κέδρος, 1970)
    2. ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

ξαπλώνω