Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sprawl sprawls

sprawl (en)

  1. η στάση κατά την οποία κάποιος κάθεται με τα πόδια απλωμένα
  2. η άναρχη οικοδόμηση στις άκρες των πόλεων
ενεστώτας sprawl
γ΄ ενικό ενεστώτα sprawls
αόριστος sprawled
παθητική μετοχή sprawled
ενεργητική μετοχή sprawling

sprawl (en)

  1. κάθομαι με τα πόδια απλωμένα, ξαπλώνω
    ⮡  He sprawled himself on the grass
    Ξάπλωσε φαρδύς στο γκαζόν.
    ⮡  She was sprawled on the couch.
    Ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ.
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 598. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ξαπλώνω