sprawl
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sprawl | sprawls |
sprawl (en)
- η στάση κατά την οποία κάποιος κάθεται με τα πόδια απλωμένα
- η άναρχη οικοδόμηση στις άκρες των πόλεων
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | sprawl |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sprawls |
αόριστος | sprawled |
παθητική μετοχή | sprawled |
ενεργητική μετοχή | sprawling |
sprawl (en)
- κάθομαι με τα πόδια απλωμένα, ξαπλώνω
- ⮡ He sprawled himself on the grass
- Ξάπλωσε φαρδύς στο γκαζόν.
- ⮡ She was sprawled on the couch.
- Ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ.
- ⮡ He sprawled himself on the grass
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 598. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξαπλώνω