ξαπλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξαπλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξαπλώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksa.ploˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξα‐πλω‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαξαπλωμένος, -η, -ο
- που βρίσκεται με όλο του το σώμα να εφάπτεται σε μια οριζόντια επιφάνεια
- ≈ συνώνυμα: ξαπλωτός → δείτε και τη λέξη πλαγιασμένος
- που έχει ξαπλώσει για να ξεκουραστεί