↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξαπλωμένος η ξαπλωμένη το ξαπλωμένο
      γενική του ξαπλωμένου της ξαπλωμένης του ξαπλωμένου
    αιτιατική τον ξαπλωμένο την ξαπλωμένη το ξαπλωμένο
     κλητική ξαπλωμένε ξαπλωμένη ξαπλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξαπλωμένοι οι ξαπλωμένες τα ξαπλωμένα
      γενική των ξαπλωμένων των ξαπλωμένων των ξαπλωμένων
    αιτιατική τους ξαπλωμένους τις ξαπλωμένες τα ξαπλωμένα
     κλητική ξαπλωμένοι ξαπλωμένες ξαπλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαπλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξαπλώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ksa.ploˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξα‐πλω‐μέ‐νος

ξαπλωμένος, -η, -ο

  1. που βρίσκεται με όλο του το σώμα να εφάπτεται σε μια οριζόντια επιφάνεια
     συνώνυμα: ξαπλωτός → δείτε και τη λέξη πλαγιασμένος
  2. που έχει ξαπλώσει για να ξεκουραστεί

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία