Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξαπλωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξαπλωμέν
ος
η
εξαπλωμέν
η
το
εξαπλωμέν
ο
γενική
του
εξαπλωμέν
ου
της
εξαπλωμέν
ης
του
εξαπλωμέν
ου
αιτιατική
τον
εξαπλωμέν
ο
την
εξαπλωμέν
η
το
εξαπλωμέν
ο
κλητική
εξαπλωμέν
ε
εξαπλωμέν
η
εξαπλωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξαπλωμέν
οι
οι
εξαπλωμέν
ες
τα
εξαπλωμέν
α
γενική
των
εξαπλωμέν
ων
των
εξαπλωμέν
ων
των
εξαπλωμέν
ων
αιτιατική
τους
εξαπλωμέν
ους
τις
εξαπλωμέν
ες
τα
εξαπλωμέν
α
κλητική
εξαπλωμέν
οι
εξαπλωμέν
ες
εξαπλωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξαπλωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εξαπλώνω
Μετοχή
επεξεργασία
εξαπλωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εξαπλώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξαπλωμένος
αγγλικά
:
spread
(en)
,
expanded
(en)
,
sprawled
(en)
,
proliferated
(en)
,
rippled through
(en)
,
για τιμές
:
smeared out
(en)
,
fanned out
(en)