εξαπλωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξαπλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαπλώνω
Μετοχή επεξεργασία
εξαπλωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εξαπλώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξαπλωμένος
|
εξαπλωμένος, -η, -ο
|