Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαπλωμένος η εξαπλωμένη το εξαπλωμένο
      γενική του εξαπλωμένου της εξαπλωμένης του εξαπλωμένου
    αιτιατική τον εξαπλωμένο την εξαπλωμένη το εξαπλωμένο
     κλητική εξαπλωμένε εξαπλωμένη εξαπλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαπλωμένοι οι εξαπλωμένες τα εξαπλωμένα
      γενική των εξαπλωμένων των εξαπλωμένων των εξαπλωμένων
    αιτιατική τους εξαπλωμένους τις εξαπλωμένες τα εξαπλωμένα
     κλητική εξαπλωμένοι εξαπλωμένες εξαπλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαπλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαπλώνω

  Μετοχή επεξεργασία

εξαπλωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εξαπλώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία