spread
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
spread | spreads |
spread (en)
- η εξάπλωση
- η διαφορά επιτοκίων δανεισμού μεταξύ δύο χωρών
Ρήμα Επεξεργασία
ενεστώτας | spread |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spreads |
αόριστος | spread |
παθητική μετοχή | spread |
ενεργητική μετοχή | spreading |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
spread (en)
- (μεταβατικό) απλώνω, διασκορπίζω, στρώνω
- (μεταβατικό) αλείφω (πχ βούτυρο στο ψωμί)
- (μεταβατικό) εξαπλώνω
- (αμετάβατο) εξαπλώνομαι
Πηγές Επεξεργασία
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 828. ISBN 9780194325684., λήμμα: στρώνω