Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
spread spreads

spread (en)

  1. η εξάπλωση
  2. η διαφορά επιτοκίων δανεισμού μεταξύ δύο χωρών
  3. η κρέμα, ένα μαλακό φαγητό που βάλω στο ψωμί
    hazelnut spread - κρέμα φουντουκιού
ενεστώτας spread
γ΄ ενικό ενεστώτα spreads
αόριστος spread
παθητική μετοχή spread
ενεργητική μετοχή spreading
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

spread (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) απλώνω, διαδίδω, εξαπλώνω, επηρεάζει, είναι γνωστό ή χρησιμοποιείται από όλο και περισσότερους ανθρώπους
    Ugly rumors spread fast.
    Οι άσχημες φήμες απλώνονται γρήγορα.
    The news spread through the village.
    Τα νέα διαδόθηκαν στο χωριό.
    Fake news spreads instantly across social media.
    Οι ψευδείς ειδήσεις εξαπλώνονται αμέσως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) απλώνω, διαδίδω, καλύπτω όλο και μεγαλύτερη έκταση
    The stain spread.
    Ο λεκές άπλωσε.
    Thick fog spread.
    Απλώθηκε πυκνή ομίχλη.
    The city spread a lot in the last few years.
    Η πόλη απλώθηκε πολύ τα τελευταία χρόνια.
    The fire/disease spread quickly.
    Η φωτιά/αρρώστια διαδόθηκε γρήγορα.
  3. (μεταβατικό) διασκορπίζω, σκορπίζω, κάνω κάποιον ή κάτι να βρίσκεται σε διάφορα μέρη
    They spread papers all over the room.
    Διασκόρπισαν χαρτιά στο δωμάτιο.
    Don’t spread your clothes on the floor.
    Μη σκορπάς τα ρούχα σου στο πάτωμα.
  4. (αμετάβατο) απλώνω, καλύπτω μεγάλη περιοχή
    The Roman Empire spread throughout the entire Mediterranean.
    Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία απλωνόταν σ΄ όλη τη Μεσόγειο.
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) απλώνω, αλείφω, στρώνω, βάζω ένα στρώμα ουσίας στην επιφάνεια κάτι· αυτή η ουσία μπορεί να τοποθετηθεί σε μια επιφάνεια
    She spread butter and jam on the bread.
    Άπλωσε βούτυρο και μαρμελάδα στο ψωμί.
    He spread cream over/on his face.
    Άλειψε με κρέμα το πρόσωπο του.
    I spread a slice of bread with butter.
    Στρώνω μια φέτα με βούτυρο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cover
  6. (μεταβατικό) απλώνω, ξεδιπλώνω, ανοίγω κάτι που έχει διπλωθεί ώστε να καλύπτει μεγαλύτερη επιφάνεια από πριν
    He spread the map (out) on the table and started to study it.
    Άπλωσε το χάρτη στο τραπέζι και άρχισε να τον μελετάει.
    The bird spread its wings.
    Το πουλί άπλωσε τα φτερά του.
    He had spread a towel across his knees.
    Είχε απλωμένη μια πετσέτα στα γόνατά του.
  7. (μεταβατικό) απλώνω, τακτοποιώ αντικείμενα για να καλύπτουν μεγάλη περιοχή και να φαίνονται εύκολα
    They had spread the merchandise on the sidewalk.
    Είχαν απλώσει το εμπόρευμα στο πεζοδρόμιο.
  8. (μεταβατικό) εξαπλώνω
  9. (αμετάβατο) εξαπλώνομαι