Ετυμολογία

επεξεργασία
διαδίδω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαδίδω < αρχαία ελληνική διαδίδωμι (δίνω από χέρι σε χέρι) < διά + δίδωμι. Συγχρονικά αναλύεται σε δια- + δίδω

διαδίδω, πρτ.: διέδιδα, στ.μέλλ.: θα διαδώσω, αόρ.: διέδωσα, παθ.φωνή: διαδίδομαι, π.αόρ.: διαδόθηκα, μτχ.π.π.: διαδεδομένος/διαδομένος

  1. συμβάλλω στην μεταφορά κάποιου πράγματος και στην εξάπλωσή του σε πολλούς
  2. συμβάλλω στο να γίνει κάτι γνωστό
     συνώνυμα: κοινολογώ
  3.  δείτε και τη λέξη διαδίδεται (απρόσωπο)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία