διαδίδω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαδίδω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαδίδω < αρχαία ελληνική διαδίδωμι (δίνω από χέρι σε χέρι) < διά + δίδωμι. Συγχρονικά αναλύεται σε δια- + δίδω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯aˈði.ðo/ & /ðʝaˈði.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐δί‐δω
Ρήμα
επεξεργασίαδιαδίδω, πρτ.: διέδιδα, στ.μέλλ.: θα διαδώσω, αόρ.: διέδωσα, παθ.φωνή: διαδίδομαι, π.αόρ.: διαδόθηκα, μτχ.π.π.: διαδεδομένος/διαδομένος
- συμβάλλω στην μεταφορά κάποιου πράγματος και στην εξάπλωσή του σε πολλούς
- συμβάλλω στο να γίνει κάτι γνωστό
- → δείτε και τη λέξη διαδίδεται (απρόσωπο)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαδίδω | διέδιδα | θα διαδίδω | να διαδίδω | διαδίδοντας | |
β' ενικ. | διαδίδεις | διέδιδες | θα διαδίδεις | να διαδίδεις | διάδιδε | |
γ' ενικ. | διαδίδει | διέδιδε | θα διαδίδει | να διαδίδει | ||
α' πληθ. | διαδίδουμε | διαδίδαμε | θα διαδίδουμε | να διαδίδουμε | ||
β' πληθ. | διαδίδετε | διαδίδατε | θα διαδίδετε | να διαδίδετε | διαδίδετε | |
γ' πληθ. | διαδίδουν(ε) | διέδιδαν διαδίδαν(ε) |
θα διαδίδουν(ε) | να διαδίδουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διέδωσα | θα διαδώσω | να διαδώσω | διαδώσει | ||
β' ενικ. | διέδωσες | θα διαδώσεις | να διαδώσεις | διάδωσε | ||
γ' ενικ. | διέδωσε | θα διαδώσει | να διαδώσει | |||
α' πληθ. | διαδώσαμε | θα διαδώσουμε | να διαδώσουμε | |||
β' πληθ. | διαδώσατε | θα διαδώσετε | να διαδώσετε | διαδώστε | ||
γ' πληθ. | διέδωσαν διαδώσαν(ε) |
θα διαδώσουν(ε) | να διαδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαδώσει | είχα διαδώσει | θα έχω διαδώσει | να έχω διαδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαδώσει | είχες διαδώσει | θα έχεις διαδώσει | να έχεις διαδώσει | έχε διαδεδομένο | |
γ' ενικ. | έχει διαδώσει | είχε διαδώσει | θα έχει διαδώσει | να έχει διαδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαδώσει | είχαμε διαδώσει | θα έχουμε διαδώσει | να έχουμε διαδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαδώσει | είχατε διαδώσει | θα έχετε διαδώσει | να έχετε διαδώσει | έχετε διαδεδομένο | |
γ' πληθ. | έχουν διαδώσει | είχαν διαδώσει | θα έχουν διαδώσει | να έχουν διαδώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διαδεδομένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διαδεδομένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διαδεδομένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διαδεδομένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαδίδομαι | διαδιδόμουν(α) | θα διαδίδομαι | να διαδίδομαι | ||
β' ενικ. | διαδίδεσαι | διαδιδόσουν(α) | θα διαδίδεσαι | να διαδίδεσαι | διαδίδου | |
γ' ενικ. | διαδίδεται | διαδιδόταν(ε) | θα διαδίδεται | να διαδίδεται | ||
α' πληθ. | διαδιδόμαστε | διαδιδόμαστε διαδιδόμασταν |
θα διαδιδόμαστε | να διαδιδόμαστε | ||
β' πληθ. | διαδίδεστε | διαδιδόσαστε διαδιδόσασταν |
θα διαδίδεστε | να διαδίδεστε | διαδίδεστε | |
γ' πληθ. | διαδίδονται | διαδίδονταν διαδιδόντουσαν |
θα διαδίδονται | να διαδίδονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαδόθηκα | θα διαδοθώ | να διαδοθώ | διαδοθεί | ||
β' ενικ. | διαδόθηκες | θα διαδοθείς | να διαδοθείς | διαδώσου | ||
γ' ενικ. | διαδόθηκε | θα διαδοθεί | να διαδοθεί | |||
α' πληθ. | διαδοθήκαμε | θα διαδοθούμε | να διαδοθούμε | |||
β' πληθ. | διαδοθήκατε | θα διαδοθείτε | να διαδοθείτε | διαδοθείτε | ||
γ' πληθ. | διαδόθηκαν διαδοθήκαν(ε) |
θα διαδοθούν(ε) | να διαδοθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαδοθεί | είχα διαδοθεί | θα έχω διαδοθεί | να έχω διαδοθεί | διαδεδομένος | |
β' ενικ. | έχεις διαδοθεί | είχες διαδοθεί | θα έχεις διαδοθεί | να έχεις διαδοθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαδοθεί | είχε διαδοθεί | θα έχει διαδοθεί | να έχει διαδοθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαδοθεί | είχαμε διαδοθεί | θα έχουμε διαδοθεί | να έχουμε διαδοθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαδοθεί | είχατε διαδοθεί | θα έχετε διαδοθεί | να έχετε διαδοθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαδοθεί | είχαν διαδοθεί | θα έχουν διαδοθεί | να έχουν διαδοθεί |