δίδω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δίδω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίδω < αρχαία ελληνική δίδωμι
Ρήμα
επεξεργασίαδίδω
- (λόγιο) άλλη μορφή του δίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία δίδω
|
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα δοσ- → δείτε τη λέξη δόσις
Σύνθετα
επεξεργασία
με το δίδω
|
με το δίδωμι
|
Πηγές
επεξεργασία- δίδω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].