πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάδοση οι διαδόσεις
      γενική της διάδοσης* των διαδόσεων
    αιτιατική τη διάδοση τις διαδόσεις
     κλητική διάδοση διαδόσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαδόσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάδοση θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποία κάτι διαδίδεται
      η διάδοση ψευδών ειδήσεων είναι παράνομη πράξη
  2. (στον πληθυντικό) αστήρικτες φήμες
      αυτά είναι απλώς διαδόσεις, μη δίνεις σημασία
  3. η εξάπλωση
      η διάδοση του νέου ιού της γρίπης

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία