↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάδοσῐς αἱ διαδόσεις
      γενική τῆς διαδόσεως τῶν διαδόσεων
      δοτική τῇ διαδόσει ταῖς διαδόσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάδοσῐν τὰς διαδόσεις
     κλητική ! διάδοσῐ διαδόσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαδόσει
γεν-δοτ τοῖν  διαδοσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάδοσις < διαδίδωμι, διαδιο- < δια- + δο- (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deh₃- ) + -σις → δείτε και τις λέξεις δόσις και δίδωμι
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: διάδοση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάδοσις, -εως θηλυκό

  1. διανομή
  2. παραχώρηση
  3. (ελληνιστική σημασία) επικοινωνία, διάδοση

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διαδίδωμι και δόσις