Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διανομή οι διανομές
      γενική της διανομής των διανομών
    αιτιατική τη διανομή τις διανομές
     κλητική διανομή διανομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διανομή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διανομή < διανέμω < (διά) δια- + νέμω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.noˈmi/ & /ðʝa.noˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐νο‐μή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διανομή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διανομή αἱ διανομαί
      γενική τῆς διανομῆς τῶν διανομῶν
      δοτική τῇ διανομ ταῖς διανομαῖς
    αιτιατική τὴν διανομήν τὰς διανομᾱ́ς
     κλητική ! διανομή διανομαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διανομᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  διανομαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διανομή < διανέμω, (διά δια- + νομή (< νέμω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διανομή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία