διανομή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διανομή | οι | διανομές |
γενική | της | διανομής | των | διανομών |
αιτιατική | τη | διανομή | τις | διανομές |
κλητική | διανομή | διανομές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διανομή < αρχαία ελληνική διανομή < διανέμω < διά + νέμω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.a.nɔˈmi/
- συλλαβισμός : δι‐α‐νο‐μή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διανομή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διανέμω
- το μοίρασμα ενός ποσού (ή άλλου κινητού ή ακίνητου πράγματος σε δικαιούχους, αφού πρώτα χωριστεί σε μέρη
- (ταχυδρομείο) η παράδοση σε κάποιον κάποιου πράγματος
- (ειδικότερα) το μοίρασμα των ρόλων σε ηθοποιούς
- η μεταφορά και παράδοση κάποιου αγαθού (ηλεκτρισμός, νερό κ.λπ.) σε καταναλωτές
- (πληροφορική) έχει διπλή σημασία:
- (πληροφορική) distribution: η διαδικασία της απόκτησης λογισμικού (software) από τον τελικό-χρήστη (end-user), όπως μέσω καταστήματος, διαδικτύου, κλπ
- (λογισμικό) distribution, distro: ομάδα διαφορετικών συνεργαζόμενων προγραμμάτων (λογισμικό) που παραδίδονται στον τελικό χρήστη σαν πακέτο, όπως ένα λειτουργικό σύστημα που συνοδεύεται από πληθώρα άλλων προγραμμάτων (επεξεργαστές κειμένου, φυλλομετρητές, κλπ)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διανομή
πληροφορική, λογισμικό
μεταφράσεις προς έλεγχο