ενικός         πληθυντικός  
répartition répartitions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

répartition (fr) θηλυκό

  1. η διανομή
  2. η κατανομή
  3. ο καταμερισμός


Συγγενικά

επεξεργασία