πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταμερισμός οι καταμερισμοί
      γενική του καταμερισμού των καταμερισμών
    αιτιατική τον καταμερισμό τους καταμερισμούς
     κλητική καταμερισμέ καταμερισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ta.me.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταμερισμός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταμερισμός αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία