εταιρεία
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εταιρεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑταιρεία (σύνδεσμος, αδελφότητα) < ἑταιρεῖος < ἑταῖρος < ἔτης < *ϝέτης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swé (ἑός), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική société, compagnie
- για τη μεσαιωνική σημασία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἑταιρεία, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική compagnie[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εταιρεία θηλυκό
- το σύνολο ανθρώπων που συνεργάζονται για κάποιον κοινό σκοπό
- το σύνολο ανθρώπων και κεφαλαίων που επιτρέπει την παραγωγή, την μετατροπή και την πώληση προϊόντων ή υπηρεσιών
- (ιστορία) βυζαντινό στρατιωτικό τμήμα, φρουρά, που συνήθως αποτελούνταν από ξένους
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εταίρος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εταιρεία
|
Επεξεργασία
- ↑ «εταιρεία» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.