↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Gesellschaft die Gesellschaften
γενική der Gesellschaft der Gesellschaften
δοτική der Gesellschaft den Gesellschaften
αιτιατική die Gesellschaft die Gesellschaften

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Gesellschaft (de) θηλυκό

  1. η κοινωνία
  2. εταιρεία
  • Gesellschaft - Duden online.
  • Gesellschaft - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).