der
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
πτώση | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | πληθυντικός |
---|---|---|---|---|
ονομαστική | der | die | das | die |
γενική | des | der | des | der |
δοτική | dem | der | dem | den |
αιτιατική | den | die | das | die |
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΆρθροΕπεξεργασία
der (de)
- ο, ονομαστική ενικού του αρσενικού
- της, γενική ενικού του θηλυκού
- στην, δοτική ενικού του θηλυκού
- των
ΑντωνυμίαΕπεξεργασία
der (de)
Δανικά (da)Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
der (da)
Νορβηγικά (no)Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
der (no)