οποίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οποίος | η | οποία | το | οποίο |
γενική | του | οποίου | της | οποίας | του | οποίου |
αιτιατική | τον | οποίο & οποίον |
την | οποία & οποίαν |
το | οποίο |
κλητική | οποίε | οποία | οποίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οποίοι | οι | οποίες | τα | οποία |
γενική | των | οποίων | των | οποίων | των | οποίων |
αιτιατική | τους | οποίους | τις | οποίες | τα | οποία |
κλητική | οποίοι | οποίες | οποία | |||
(Χρειάζεται επεξεργασία) χωρίς κλητική πτώση | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- οποίος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ὁποῖος < από συνεκφορά με το άρθρο ὁ ποῖος, τοὺς ποίους, τὸ ποῖον, τὰ ποῖα, η προσθήκη άρθρου στην αντωνυμία πρόκειται πιθανώς για ξενισμό και απόδοση ρομαντικής συντάξεως πβ. τα γαλλικά lequel (ο οποίος), laquelle (η οποία), duquel (του οποίου) και τα ιταλικά il quale (ο οποίος), la quale (η οποία) κ.ά., ωστόσο ακολουθεί άλλες μεσαιωνικές αντωνυμίες όπως ὁκάποιος, ὁκάποτε, ὅποιος[1][2][3] → δείτε ετυμολογία 2 για τη λόγια χρήση χωρίς άρθρο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈpi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ποί‐ος
- τονικό παρώνυμο: όποιος
Αντωνυμία 2
επεξεργασίαοποίος αρσενικό (πληθυντικός οποίοι)
- (αναφορική αντωνυμία, πάντοτε με οριστικό άρθρο και αντί του αναφορικού μορίου που) για δήλωση του όρου, συνήθως πρότασης, στον οποίο αναφέρεται η δευτερεύουσα αναφορική αντωνυμία την οποία εισάγει
- για αποφυγή ασάφειας όταν:
- στη φράση υπάρχουν δυο λέξεις που θα μπορούσε να είναι αναφορικές
- ↪ Ο γιος της γειτόνισσας, ο οποίος ήρθε χθες, μας έφερε γλυκά. (αντί για «ο γιος της γειτόνισσας, που ήρθε χθες, μας έφερε γλυκά» όπου δεν είναι σαφές αν εννοείται η γειτόνισσα ή ο γιος της)
- ισοδυναμεί το αναφορικό με εμπρόθετο
- ↪ Ο πωλήτης από τον οποίον αγόρασε τα ρούχα.
- στη φράση υπάρχουν δυο λέξεις που θα μπορούσε να είναι αναφορικές
- (υφολογικά) για αποφυγή επανάληψης του που
- ↪ Θυμάσαι τον άντρα που είδαμε χθες, ο οποίος φορούσε φράκο;
- (εμφατικό, επαναλαμβάνοντας τον όρο αναφοράς)
- ↪ Να `το το παιδί, το παιδί το οποίο θα μας κάνει διάσημους!
Μεταφράσεις
επεξεργασία οποίος
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- οποίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁποῖος (τι λογής, τι είδους)[4] (σε πλάγια ερώτηση)[5] < από θέμα *yo- του ὅ(ς) (αναφορική αντωνυμία) + ποῖος (ερωτηματική αντωνυμία)[6][7][8]
Αντωνυμία 2
επεξεργασία- (λόγιο, συνήθως ειρωνικό, επιφωνηματικά, χωρίς άρθρο, συνήθως σε ελλειπτικό λόγο) πόσο μεγάλος
- ↪ Οποία ανακάλυψις!, Οποίον θράσος!, Οποία έκπληξη!
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ "οποίος 1 -α -ο" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ οποίος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ↑ οποίος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ "οποίος 2 -α -ο" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ οποίος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.