die
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
die | dies / dice |
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά) |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
die (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | die |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dies |
αόριστος | died |
παθητική μετοχή | died |
ενεργητική μετοχή | dying |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
die (en)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- die of something: πεθαίνω από άμεση αιτία (πχ παθολογική)
- die from something: πεθαίνω από κάτι που προκαλεί μία άμεση αιτία (πχ φυσικό ατύχημα που προκαλεί αιμορραγία ή καταστροφή ζωτικών οργάνων· πρόκληση σωματικής βλάβης [όμως προτιμώνται άλλες διατυπώσεις "died due to a first fight", "died by a bullet")
- die by the sword: πεθαίνω λόγω εμπλοκής σε βίαιο περιστατικό, -ά (όχι απαραιτήτως από σπαθί)
- die by gunshot, die by a bullet και για αδέσποτη σφαίρα be killed (die) by a stray bullet: κυριολεκτικά
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
πτώση | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | πληθυντικός |
---|---|---|---|---|
ονομαστική | der | die | das | die |
γενική | des | der | des | der |
δοτική | dem | der | dem | den |
αιτιατική | den | die | das | die |
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΆρθροΕπεξεργασία
die (de)
- η, ονομαστική ενικού του θηλυκού
- την, αιτιατική ενικού του θηλυκού
- οι, τα, ονομαστική πληθυντικού για όλα τα γένη
- τους, τις, τα, αιτιατική πληθυντικού για όλα τα γένη
ΑντωνυμίαΕπεξεργασία
- (αναφορική)
- (δεικτική)