Ετυμολογία

επεξεργασία
be dying to < → δείτε τις λέξεις be, dying και to

  Έκφραση

επεξεργασία

be dying to (en)

  • (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) καίγομαι να κάνω κάτι, ψοφώ να κάνω κάτι, θέλω να κάνω κάτι πολύ
    ⮡  She is dying to know what you told me.
    Καίγεται να μάθει τι μου είπες.
    ⮡  He’s dying to know where we went.
    Ψοφάει να μάθει που πήγαμε.

Δείτε επίσης

επεξεργασία