Δείτε επίσης: ψοφῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψοφώ < (ελληνιστική κοινή) ψοφῶ (για ζώο), (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψοφῶ, συνηρημένο του ψοφέω (κροτώ). Συγκρίνετε και με τη λατινική crepare (κάνω κρότο) και κρεπάρω[1]

ψοφάω / ψοφώ, πρτ.: ψοφούσα/ψόφαγα, αόρ.: ψόφησα, χωρίς παθητική φωνή

  1. (αμετάβατο, για ζώα) πεθαίνω
  2. (αμετάβατο, για ανθρώπους) πεθαίνω - χρησιμοποιείται ως ένδειξη απέχθειας για τον νεκρό
    δε λέει να ψοφήσει ο παλιάνθρωπος
  3. (αμετάβατο, μεταφορικά) πεθαίνω, έχω φτάσει σε ακραίο σημείο εξάντλησης
    ψοφάει στην πείνα
  4. (μεταφορικά) πεθαίνω, μου αρέσει κάτι πάρα πολύ
    ψοφάει για παρέα
  5. (μεταβατικό, για ζώα) προκαλώ το θάνατο
  6. (μεταβατικό, σε σχήμα υπερβολής) εξουθενώνω σωματικά, προκαλώ πολύ μεγάλη κούραση
    τον ψόφησε στη δουλειά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία