ψοφοδεής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψοφοδεής | η | ψοφοδεής | το | ψοφοδεές |
γενική | του | ψοφοδεούς* | της | ψοφοδεούς | του | ψοφοδεούς |
αιτιατική | τον | ψοφοδεή | την | ψοφοδεή | το | ψοφοδεές |
κλητική | ψοφοδεή(ς) | ψοφοδεής | ψοφοδεές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψοφοδεείς | οι | ψοφοδεείς | τα | ψοφοδεή |
γενική | των | ψοφοδεών | των | ψοφοδεών | των | ψοφοδεών |
αιτιατική | τους | ψοφοδεείς | τις | ψοφοδεείς | τα | ψοφοδεή |
κλητική | ψοφοδεείς | ψοφοδεείς | ψοφοδεή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψοφοδεής < αρχαία ελληνική < ψόφος (θόρυβος) + δέος (φόβος): αυτός που φοβάται με τον παραμικρό θόρυβο
Επίθετο
επεξεργασίαψοφοδεής, -ής, -ές
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψοφοδεής
|