φοβητσιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φοβητσιάρης | η | φοβητσιάρα | το | φοβητσιάρικο |
γενική | του | φοβητσιάρη | της | φοβητσιάρας | του | φοβητσιάρικου |
αιτιατική | τον | φοβητσιάρη | τη | φοβητσιάρα | το | φοβητσιάρικο |
κλητική | φοβητσιάρη | φοβητσιάρα | φοβητσιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φοβητσιάρηδες | οι | φοβητσιάρες | τα | φοβητσιάρικα |
γενική | των | φοβητσιάρηδων | — | των | φοβητσιάρικων | |
αιτιατική | τους | φοβητσιάρηδες | τις | φοβητσιάρες | τα | φοβητσιάρικα |
κλητική | φοβητσιάρηδες | φοβητσιάρες | φοβητσιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φοβητσιάρης < μεσαιωνική ελληνική φοβητσιάρης < αρχαία ελληνική φοβητικός
Επίθετο
επεξεργασίαφοβητσιάρης, -α, -ικο
- αυτός που φοβάται με το παραμικρό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φόβος